παπάρα — η 1. ψωμί μουσκεμένο μέσα σε νερό 2. πρόχειρο φαγητό παρασκευασμένο από τρίμματα ψωμιού βρασμένα σε ζωμό, γάλα, λάδι ή κρασί 3. μτφ. έντονη επίπληξη, προσβολή, κατσάδιασμα 4. παροιμ. «όποιος διαλέγει τη λαγάρα, παίρνει την παπάρα» όσοι… … Dictionary of Greek
ενθρύπτω — ἐνθρύπτω και ποιητ. τ. ἐνιθρύπτω (Α) [θρύπτω] βουτώ και λειώνω κάτι σε υγρό, κάνω παπάρα («ἄρτος... ἐν οἴνῳ έντεθρυμμένος», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… … Dictionary of Greek
πανάδα — η 1. φαγητό πρόχειρο με φέτες ψωμιού βρασμένες σε λάδι και νερό, αλλ. παπάρα. 2. λεκές του δέρματος, κηλίδα του προσώπου, αλλ. φακίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)